- προπαθόντες
- прежде претерпевшие страдание
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προπαθόντες — προπάσχω suffer first aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπάσχω — Α 1. υφίσταμαι κάτι πρώτος, πριν από κάποιον άλλο ή προηγουμένως (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», Πλάτ. β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ ἡμῶν», Θουκ.) 2. ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ προηγουμένως, («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις» … Dictionary of Greek